- κρήτην
- κρήτηfrom Cretefem acc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Κρήτην — Κρήτη from Crete fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Gortys — Gesetzestext im Odeion von Gortys Gortys (altgriechisch Gortyn (Γορτύν) oder Gortyna (Γόρτυνα),[1] neugriechisch auch Gortys Γόρτυς) war eine antike Stadt im zen … Deutsch Wikipedia
PYANEPSIA — sacra apud Athenienses. Auctores in nomine variant. Harpocration a Lycurgo Ποιανοψίαν, ab aliis Πανοψίαν appellari tradit. Ποιανοψίαν inquit, Λυκοῦργος εν τῇ κατὰ Μενεσαίχμου, καὶ ἠμεῖς Ποιανοψίαν ταύτην τὴν ἑορτὴν καλοῦμεν: οἱ δὲ ἄλλος Ε῞λληνες… … Hofmann J. Lexicon universale
Λυκίηνδε — (Α) επίρρ. προς τη Λυκία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Λυκίη (αιτ. Λυκίην) + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Ιθάκην δε, Κρήτην δε)] … Dictionary of Greek
Σπάρτηνδε — Α επίρρ. προς την Σπάρτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < Σπάρτην, αιτ. τής λ. Σπάρτη + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] … Dictionary of Greek
κοσμώ — (I) (ΑM κοσμῶ, έω) [κόσμος] 1. στολίζω, εξωραΐζω, προσδίδω κάλλος, διακοσμώ (α. «εκόσμησαν την πόλη με αγάλματα» β. «τριπόδεσσιν ἐκόσμησαν δόμον», Πίνδ. γ. «χαλκοῑς σῶμ ἐκοσμήσανθ ὅπλοις», Ευρ.) 2. μτφ. καλλωπίζω, ομορφαίνω («εὖ μὲν τούσδ… … Dictionary of Greek
φαληρόνδε — Α επίρρ. προς το Φάληρο. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φάληρον + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] … Dictionary of Greek
φθίηνδε — Α επίρρ. (με τοπ. σημ.) προς την Φθία. [ΕΤΥΜΟΛ. < Φθία / Φθίη + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] … Dictionary of Greek
ωκεανόνδε — Α επίρρ. (ποιητ. τ.) στον ωκεανό. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιτ. Ὠκεανόν + επιρρμ. κατάλ. δε (πρβλ. Κρήτην δε)] … Dictionary of Greek
Αλεξάκης, Ιωάννης — (1885 – 1974). Έλληνας στρατιωτικός και συγγραφέας. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και παρακολούθησε τα στρατιωτικά μαθήματα στη Σχολή Ευελπίδων, στην Ανωτέρα Σχολή Πολέμου, στο Κέντρο Τακτικών Σπουδών Πυροβολικού και σε… … Dictionary of Greek